-
1 έξοδα
-
2 ἔξοδα
-
3 έξοδα
les despeses -
4 έξοδα
expenseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έξοδα
-
5 masarif
έξοδα -
6 expense
έξοδα -
7 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
8 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
9 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
10 расход
-а α.1. δαπάνη, ξόδεμα• κατανάλωση•расход денег ξόδεμα χρημάτων•
расход материалов ξόδεμα υλικών•
расход боеприпасов κατανάλωση πυρομαχικών•
расход воды κατανάλωση νερού•
расход топлива κατανάλωση καύσιμης ύλης•
расход электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.
2. έξοδο, δαπάνη•военные -ы στρατιωτικές δαπάνες•
-ы производства έξοδα παραγωγής•
непредвиденные -ы απρόβλεπτα έξοδα•
накладные -ы γενικά έξοδα•
мелкие -ы τα μικροέξοδα•
канцелярские -ы γραφικά έξοδα•
текущие -ы τα καθημερινά έξοδα•
деньги на карманные -ы το χαρτζιλίκι•
лишние -ы περιττά έξοδα•
внести в расход καταχωρώ (συμπεριλαβαίνω) στα έξοδα•
сократить -ы περιορίζω τα έξοδα•
покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα•
записать в -ы εγγράφω στα έξοδα.
εκφρ.внести в расход – επιφέρω έλλειμμα•вывести (пустить) в расход кого – (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω. -
11 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
12 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
13 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
14 издержки
издержкимн. (ед. издержка ж) τά ἐξοδα, οἱ δαπάνες:судебные \издержки τά δικαστικά ἔξοδα· доро́жные \издержки τά Οδοιπορικά ἔξοδα· \издержки производства τά Εξοδα τής παραγωγή?· -
15 издержки
-жек, -жкам πλθ. (ενκ. -а -и θ.) έξοδα, δαπάνες•издержки производства τα έξοδα παραγωγής•
судебные издержки δικαστικά εοδο.• издержки на стол ή на еду έξοδα φαγητού.
-
16 окупить
окуплю, окупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. καλύπτω τα έξοδα•окупить себестоимость βγάζω το κόστος•
окупить затраты (расходы) καλύπτω (βγάζω)τα έξοδα.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζω.καλύπτομαι•расходы -лись τα έξοδα καλύφτηκαν.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζομαι. -
17 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход
-
18 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
19 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
20 возместить
возместить, возмещать αποζημιώνω* \возместить расходы πληρώνω τα έξοδα* \возместить убытки ζημιώνω* * *= возмещатьвозмести́ть расхо́ды — πληρώνω τα έξοδα
возмести́ть убы́тки — ζημιώνω
См. также в других словарях:
ἔξοδα — ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
υπερέξοδο — το, Ν 1. υπέρμετρη δαπάνη 2. στον πληθ. τα υπερέξοδα τα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek