Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα έξοδα

См. также в других словарях:

  • ἔξοδα — ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… …   Dictionary of Greek

  • προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • υπερέξοδο — το, Ν 1. υπέρμετρη δαπάνη 2. στον πληθ. τα υπερέξοδα τα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»